μετακιάθω

μετακιάθω
μετακιάθω (Α)
(μόνο στον πρτ. και στον αόρ.) πηγαίνω πίσω από κάποιον, ακολουθώ, επακολουθώ, έρχομαι μετά («ἱππῆες δ' ὀλίγον μετεκίαθον», Ομ. Ιλ.)
2. καταδιώκω, κυνηγώ («Τρῶας καὶ Λυκίους μετεκίαθε», Ομ. Ιλ.)
3. πηγαίνω σε επίσκεψη
4. μεταβαίνω για αναζήτηση
5. έρχομαι κάπου
6. περνώ διά μέσου, διέρχομαι («ὅτε πᾱν πεδίον μετεκίαθον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + κιάθω «κινούμαι, φεύγω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μετεκίαθον — μετεκί̱αθον , μετακιάθω follow after imperf ind act 3rd pl μετεκί̱αθον , μετακιάθω follow after imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιάθω — (Α) (εκτετ. τ. τού κίω) μόνο σύνθ. με πρόθ. μετακιάθω*, εκτός τού «ἐκίαθεν ἐπορεύετο» τού Ησύχ. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κίω] …   Dictionary of Greek

  • μετεκίαθε — μετεκί̱αθε , μετακιάθω follow after imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεκίαθεν — μετεκί̱αθεν , μετακιάθω follow after imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”